- μικροτεχνίτης
- οθηλ. -ίτρα1. ο καλλιτέχνης που κατασκευάζει μικροτεχνήματα.2. τεχνίτης που είναι ικανός μόνο για έργα μικρής αξίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικροτεχνίτης — ο, θηλ. μικροτεχνίτρια 1. αυτός που κατασκευάζει μικρά και κομψά αντικείμενα, λεπτουργός 2. τεχνίτης δευτερεύουσας σημασίας και αξίας, ο οποίος δεν είναι ικανός για σπουδαία έργα, αδέξιος τεχνίτης … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek